(=ἀνατρέφω στή σκιά, ἀνατρέφω μαλθακά, ζῶ μαλθακά). Ἀπό τό σκιά + τρέφω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα καθώς καί στή λέξη σκιά.