χειροδικῶ
Mantoulidis Etymological
(=διεκδικῶ μέ τά χέρια μου τό δίκαιο, δέρνω). Ἀπό τό χειροδίκης → χείρ + δίκη, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη χείρ.
(=διεκδικῶ μέ τά χέρια μου τό δίκαιο, δέρνω). Ἀπό τό χειροδίκης → χείρ + δίκη, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη χείρ.