οὐραγέω

Revision as of 08:45, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

English (LSJ)

A to be οὐραγός, lead the rear, App.Hisp.86, Suid.: generally, to be in the rear, Plb.4.11.6, LXX Jo.6.8, D.S.13.18, App.Hisp. 48. II τὸ -οῦν ζυγόν the rank consisting of οὐραγοί 2, Ascl.Tact. 10.14. III metaph., lag behind, ἐν ὥρᾳ ἐξεγείρου καὶ μὴ οὐράγει LXX Si.35.11.

German (Pape)

[Seite 416] ein οὐραγός sein, übh. beim Nachtrab sein, Pol. 4, 11, 6 u. a. Sp. – Bei Hesych. auch durch ὑστερίζω erklärt.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾱγέω: εἶμαι οὐραγός, ἄγω, ὁδηγῶ τὴν οὐρὰν στρατεύματος, τὴν ὀπισθοφυλακήν, ὀπισθοφυλακῶ, Σουΐδ. - καθόλου εἶμαι, ἐν τοῖς ὄπισθεν στρατεύματός τινος, ἀκολουθῶ κατόπιν, τῶν δ’ ἱππέων οὐραγούντων διὰ τοῦ πεδίου Πολύβ. 4. 11, 6, κλ.

Russian (Dvoretsky)

οὐρᾱγέω: командовать арьергардом, быть в арьергарде Polyb.