ἐκζητητής
English (LSJ)
οῦ, ὁ, searcher out, LXX Ba.3.23.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
investigador c. gen. τῆς συνέσεως LXX Ba.3.23, ἁπάντων πραγμάτων Thphl.Ant.Autol.3.4.
German (Pape)
[Seite 759] ὁ, der Aufsucher, Verfolger.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκζητητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀναζητῶν, Ἑβδ. (Βαροὺχ Γ΄, 23).