παλιγγενής

Revision as of 15:32, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ές, born again, Nonn.D.2.650; generated anew, αἰών PMag.Lond.121.510.

German (Pape)

[Seite 447] ές, wiedergeboren, ὕλη, Nonn. D. 2, 650.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιγγενής: -ές, ὁ ἐκ νέου γεννηθείς, Νόνν. Δ. 2. 650.

Spanish

renacido, nacido de nuevo

Greek Monolingual

παλιγγενής, -ές (Α)
αυτός που γεννήθηκε ξανά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -γενής (< γένος), πρβλ. εγ-γενής].

Léxico de magia

-ές renacido, nacido de nuevo del Eón, en relación con Helios σὺ εἶ ὁ πατὴρ τοῦ παλιγγενοῦς Αἰῶνος tú eres el padre del Eón renacido P VII 510