παλιγγενής
English (LSJ)
ές, born again, Nonn.D.2.650; generated anew, αἰών PMag.Lond.121.510.
German (Pape)
[Seite 447] ές, wiedergeboren, ὕλη, Nonn. D. 2, 650.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιγγενής: -ές, ὁ ἐκ νέου γεννηθείς, Νόνν. Δ. 2. 650.
Spanish
Greek Monolingual
παλιγγενής, -ές (Α)
αυτός που γεννήθηκε ξανά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -γενής (< γένος), πρβλ. εγ-γενής].
Léxico de magia
-ές renacido, nacido de nuevo del Eón, en relación con Helios σὺ εἶ ὁ πατὴρ τοῦ παλιγγενοῦς Αἰῶνος tú eres el padre del Eón renacido P VII 510