λιθαγωγός
English (LSJ)
όν,
A for conveying stones, ναῦς IG12.336.8; μηχανή Poll.10.148.
II Subst. λιθαγωγός, ὁ, stone-haulier, SIG241 A47, 244i38 (pl., Delph., iv B.C.).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
λῐθᾰγωγός: -όν, ἐπὶ μηχανῆς, ἡ κομίζουσα λίθους, Πολυδ. Ι΄, 48· - οὐσιαστ., λιθαγωγία, ἡ, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν ἐν Mitth. d. d. arch. Inst. IV. σ. 33.