απρόβλεπτος

Revision as of 11:09, 31 October 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀπρόβλεπτος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + προβλέπω. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Ι. Φιλήμονα].