διάτραμις

Revision as of 17:11, 13 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ, = λισπόπυγος (smooth-buttocked), Stratt.74.

Spanish (DGE)

διατράμις, ὁ, ἡ
• Grafía: διάτραμις Hsch.
• Prosodia: [-ρᾰ-]
• Morfología: [ac. -ιν Stratt.84]
sent. obs. de trasero desgastado Stratt.l.c., Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

διάτρᾰμις: ὁ, ἡ, = λισπόπυγος, Στράττις ἐν Ἀδήλ. 15.

Greek Monolingual

διάτραμις (-εως), ο (Α) τράμις
(για κίναιδο) «ὁ διερρωγὼς τὴν τράμιν» — εκείνος του οποίου η τράμις, ο πρωκτός, έχει πλέον διαρραγεί, ο ξεσκισμένος.