ὑψοῖ: Ἐπίρρ., πρὸς τὰ ἄνω, Λατ. sursum, ἀείρειν Σαπφὼ 95· ὁ Bgk. ἵψοι.
ὑψοῖ: adv. вверх (ἀείρειν Sappho).
in die Höhe, Sappho.