Acheron
English > Greek (Woodhouse)
(River) Ἀχέρων, -οντος, ὁ.
Of Acheron, adj.: Ἀχερόντιος (Ar.). Ἀχερούσιος (Thuc. and Eur.). Fem. adj., Ἀχερουσιάς, -άδος.
(River) Ἀχέρων, -οντος, ὁ.
Of Acheron, adj.: Ἀχερόντιος (Ar.). Ἀχερούσιος (Thuc. and Eur.). Fem. adj., Ἀχερουσιάς, -άδος.