ἀκμητί
English (LSJ)
v. ἀκμητεί.
Spanish (DGE)
adv. sin trabajo, fácilmente ἵνα ... ἀ. κεκρατηκὼς εἴη Lib.Or.59.71, ἀκμητί· ἀκαματεί Hsch., cf. Sud., διαβαίνειν Sch.Pi.I.6.31a.
v. ἀκμητεί.
adv. sin trabajo, fácilmente ἵνα ... ἀ. κεκρατηκὼς εἴη Lib.Or.59.71, ἀκμητί· ἀκαματεί Hsch., cf. Sud., διαβαίνειν Sch.Pi.I.6.31a.