υ, sub-acid, Dsc.2.80.
ὕποξυς: υ, γεν. εος, ὀλίγον τι ξινός, ὑπόξινος, Διοσκ. 2. 98, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 541.
υ, etwas scharf od. sauer, Diosc.; s. Lobeck Phryn. 541.