v. ἀδικέω.
ἀδικήω: Αἰολ. ἀντὶ τοῦ ἀδικέω, Σαπφ. 1. 20˙ πρβλ. Gaisf. Ἡφαιστ. σ. 65.
= ἀδικέω, Sapph. 1.20.