ἰδίασις
Greek (Liddell-Scott)
ἰδίᾰσις: -εως, ἡ, τὸ μένειν κατ’ ἰδίαν, ἀπομόνωσις, «μοναξιά», ἵνα σπουδαῖοι ἐκ τῆς ἰδιάσεως γίνωνται Ἰωάνν. Κλίμακ. 410, 10.
German (Pape)
ἡ, Eigentümlichkeit, Sonderbarkeit, Sp.
ἰδίᾰσις: -εως, ἡ, τὸ μένειν κατ’ ἰδίαν, ἀπομόνωσις, «μοναξιά», ἵνα σπουδαῖοι ἐκ τῆς ἰδιάσεως γίνωνται Ἰωάνν. Κλίμακ. 410, 10.
ἡ, Eigentümlichkeit, Sonderbarkeit, Sp.