Cecrops
English > Greek (Woodhouse)
Κέκροψ, -οπος, ὁ.
Of Cecrops, adj.: Κεκρόπιος. Fem. adj., Κεκροπίς, -ίδος.
Descendant of Cecrops: Κεκροπίδης, -ου, ὁ.
Κέκροψ, -οπος, ὁ.
Of Cecrops, adj.: Κεκρόπιος. Fem. adj., Κεκροπίς, -ίδος.
Descendant of Cecrops: Κεκροπίδης, -ου, ὁ.