α, ον, = νήπιος, χεῖρα… νηπιέην Opp.H.3.585.
νηπίεος, -έα, -ον (Α) νηπιέηνήπιος («χεῖρα νηπιέην», Οππ.).
zum Kinde gehörig, νηπιέη χείρ, des Kindes, Opp. Hal. 3.585.