ίδος, ἡ, v. συνωρίς.
anc. att. c. συνωρίς.
ξῠνωρίς: -ίδος, ἴδε ἐν λ. συνωρίς.
ξῠνωρίς: -ίδος, ἡ, βλ. συνωρίς.
ξῠνωρίς, ίδος, ἡ, [v. συνωρίς.]
altatt. = συνωρίς.