διψυχία
English (LSJ)
ἀπορία, Hsch.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
duda, vacilación, indecisión ἡ δ. ... ἡ ἐνοῦσα ἐν τοῖς στήθεσιν ἡμῶν 2Ep.Clem.19.2, cf. Herm.Mand.9.1.7, Pall.H.Laus.proem.3, Origenes Mart.11, Cyr.Al.M.72.113C, Hsch.
•c. gen. subjet. de pers. ἀπὸ τῆς διψυχίας αὐτῶν por su indecisión Herm.Vis.3.7.1, αἱ διψυχίαι ὑμῶν Herm.Vis.3.10.9.
Greek (Liddell-Scott)
διψῡχία: ἡ, ἀβεβαιότης, τὸ ἀναποφάσιστον, Βυζ.
German (Pape)
[ῡ], ἡ, Ungewißheit, Zweifel, erst bei Sp.