νηοπόλος

Revision as of 16:44, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

v. ναοπόλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prend soin d'un temple, prêtre ou ministre d'un temple.
Étymologie: ναός, πολέω.

Russian (Dvoretsky)

νηοπόλος: ион. Hes., Anth. = ναοπόλος I и II.

Greek (Liddell-Scott)

νηοπόλος: Ἀττ. νᾱοπ-, ον, (νηός, πολέω) ὁ ἐργαζόμενος ἐν τῷ ναῷ, περιποιούμενος ναόν, φύλαξ τοῦ ναοῦ, Ἡσ. Θ. 991, Μανέθων 4. 427· θηλ., Ἀνθ. Π. 1. 16.

Greek Monolingual

νηοπόλος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. ναοπόλος.

Greek Monotonic

νηοπόλος: ὁ, ἡ (νηός, πολέω), Αττ. νᾱοπ-, -ον, αυτός που απασχολείται στο ναό, φύλακας ναού, σε Ησίοδ., Ανθ.

Middle Liddell

νηός, πολέω
busying oneself in a temple: a temple-keeper, Hes., Anth.

German (Pape)

ion. für ναοπόλος, der sich im Tempel aufhält und beschäftigt, Tempeldiener, Priester, Hes. Th. 991 und sp.D., ἱερεῖς, Maneth. 4.427.