μαστώδης

Revision as of 16:44, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ες, = μαστοειδής, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

μαστώδης: -ες, = μαστοειδής, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ες (Α μαστώδης, -ῶδες) μαστός
αυτός που μοιάζει με μαστό κατά το σχήμα, μαστοειδής
νεοελλ.
αυτός που έχει μεγάλους ή πολλούς μαστούς.

German (Pape)

ες, = μαστοειδής.