η, ον, (χαλκεύς) of or for a smith, ὅπλα Od.3.433; δόμος, i.e. forge, 18.328; in form χαλκεῖος, θῶκος Hes.Op.493.
ion. c. χάλκειος.
-ΐη, -ον, Αιων. τ. βλ. χαλκούς.
ΐη, ϊον, ion. statt χάλκειος.