Gorgon
English > Greek (Woodhouse)
Γοργώ, -οῦς, ἡ, heteroclite acc. in Ar. and V. Γοργόνα, gen. Γοργόνος, nom. pl. Γοργόνες, or use V. Φορκίς, -ίδος, ἡ, or say, daughter of Phorcys.
Of the Gorgons, adj.: Γοργόνειος, Γόργειος.
Γοργώ, -οῦς, ἡ, heteroclite acc. in Ar. and V. Γοργόνα, gen. Γοργόνος, nom. pl. Γοργόνες, or use V. Φορκίς, -ίδος, ἡ, or say, daughter of Phorcys.
Of the Gorgons, adj.: Γοργόνειος, Γόργειος.