Doric for δύστηνος.
v. δύστηνος.
dor. c. δύστηνος.
δύστᾱνος wretched μόχθον ἄλλοις ἀμφέπει δύστανον ἐν τείχεσιν of a felled oak (P. 4.268)
δύστᾱνος: дор. = δύστηνος.
[ᾱ], dor. = δύστηνος.