ἡλότυπος
Greek (Liddell-Scott)
ἡλότυπος: -ον, (τύπτω) τετρυπημένος δι’ ἥλων, καρφωμένος, χεῖρες Νόνν. Ἰω. 20, 20.
German (Pape)
mit Nägeln durchbohrt, angeschlagen, Nonn. par. 20.91.
ἡλότυπος: -ον, (τύπτω) τετρυπημένος δι’ ἥλων, καρφωμένος, χεῖρες Νόνν. Ἰω. 20, 20.
mit Nägeln durchbohrt, angeschlagen, Nonn. par. 20.91.