[ᾱ], ον, gen. ονος, = sq., Hsch.
ὑψῐβάμων: -ον, ὁ ἐν ὕψει βαίνων, Ἡσύχ., Εὐστ. Πονημάτ. 193. 43, κ. ἀλλ.
-ον, Μὑψίβατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αἰθερο-βάμων].
ονος, = ὑψίβατος, Sp.