γενειάτης

Revision as of 16:50, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

[ᾱ], Ep. and Ion. γενει-ήτης, ου, ὁ, bearded, Theoc. 17.33, Luc.Bis Acc.28, Jul.Or.4.131a, Call.Dian.90:—fem. γενει-ᾶτις, τρίγλα Sophr.31; Ion. γενειῆτις τρίγλη Eratosth.12.

Greek (Liddell-Scott)

γενειάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, γενειοφόρος, Θεόκρ. 17. 33· Ἰων.–ειήτης Καλλ. εἰς Ἄρ. 90· - θηλ.-ειᾶτις, ιδος, ἢ -εᾶτις Σώφρων· παρ΄ Ἀθην. 324F.

Greek Monolingual

γενειάτης και γενειήτης, ο (Α) γένειον
αυτός που έχει γένεια, ο γενειοφόρος.

Greek Monotonic

γενειάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, γενειοφόρος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

[from γενειάω
bearded, Theocr.

German (Pape)

[ᾱ], ὁ, ion. γενειήτης (auch Theocr. 17.33), bärtig, Luc. Bis acc. 28; τράγοι Antip.Sid. 61 (XI.158).