Magnesia
English > Greek (Woodhouse)
Μαγνησία, ἡ.
Man of Magnesia: Μάγνης, -ητος, ὁ.
Magnesian, adj.: Μαγνητικός. Fem. adj., in V. Μαγνῆτις, -ιδος.
Μαγνησία, ἡ.
Man of Magnesia: Μάγνης, -ητος, ὁ.
Magnesian, adj.: Μαγνητικός. Fem. adj., in V. Μαγνῆτις, -ιδος.