ἀπέπαντος
English (LSJ)
ον, (πεπαίνω) not ripened, unripe, Thphr.CP2.8.4, AP 9.561 (Phil.), Dsc.5.34; cf. ἀπεπαν[ό] τος· ὁ μὴ παλαιούμενος, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
inmaduro, verde de frutos, Thphr.CP 2.8.4, AP 9.561 (Phil.), Dsc.5.34.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἀπέπαντος: несозревший, неспелый (βότρυες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέπαντος: -ον, ὁ μὴ πεπανθείς, ὁ μὴ ὡριμάσας, ἄωρος, Θεοφρ. Αἰ. Φ. 2. 8, 4, Ἀνθ. Π. 9. 561. Καθ’ Ἡσύχ. «ἀπέπαντος· ὁ μὴ παλαιούμενος».
Greek Monolingual
ἀπέπαντος, -ον (Α) πεπαίνω
αυτός που δεν έχει ωριμάσει, ο ανώριμος, ο άγουρος.
Greek Monotonic
ἀπέπαντος: -ον (πεπαίνω), αυτός που δεν έχει ωριμάσει, ο άγουρος, σε Ανθ.
Middle Liddell
German (Pape)
βότρυες, nicht erweicht, nicht gereift, Philpp. 68 (IX.561); Theophr.