ἀπέπαντος

Revision as of 16:51, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, (πεπαίνω) not ripened, unripe, Thphr.CP2.8.4, AP 9.561 (Phil.), Dsc.5.34; cf. ἀπεπαν[ό] τος· ὁ μὴ παλαιούμενος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
inmaduro, verde de frutos, Thphr.CP 2.8.4, AP 9.561 (Phil.), Dsc.5.34.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non mûri, non mûr.
Étymologie: , πεπαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπέπαντος: несозревший, неспелый (βότρυες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέπαντος: -ον, ὁ μὴ πεπανθείς, ὁ μὴ ὡριμάσας, ἄωρος, Θεοφρ. Αἰ. Φ. 2. 8, 4, Ἀνθ. Π. 9. 561. Καθ’ Ἡσύχ. «ἀπέπαντος· ὁ μὴ παλαιούμενος».

Greek Monolingual

ἀπέπαντος, -ον (Α) πεπαίνω
αυτός που δεν έχει ωριμάσει, ο ανώριμος, ο άγουρος.

Greek Monotonic

ἀπέπαντος: -ον (πεπαίνω), αυτός που δεν έχει ωριμάσει, ο άγουρος, σε Ανθ.

Middle Liddell

πεπαίνω
not ripened, unripe, Anth.

German (Pape)

βότρυες, nicht erweicht, nicht gereift, Philpp. 68 (IX.561); Theophr.