συνοχηδόν

Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

Adv. in confinement, AP9.343 (Arch.).

French (Bailly abrégé)

adv.
en tenant étroitement serré.
Étymologie: σύνοχος, -δον.

Russian (Dvoretsky)

συνοχηδόν: adv. собрав вместе, сжимая (ὀχμάζειν τινάς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

συνοχηδόν: Ἐπίρρ. μετὰ συνοχῆς, σφιγκτῶς, Ἀνθολ. Π. 9. 343.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με συνοχή, στέρεα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοχή + επιρρμ. κατάλ. -(η)δόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].

Greek Monotonic

συνοχηδόν: επίρρ. (συνέχω), με συνοχή, σφιχτά, σε Ανθ.

Middle Liddell

συνέχω
holding together, Anth.

German (Pape)

adv., zusammenhaltend, ὤχμαζε Archi. 23 (IX.343).