σινάπινος

Revision as of 16:55, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

η, ον, of mustard, Dsc.1.38, Gal.11.870.

Greek (Liddell-Scott)

σῐνάπῐνος: [ᾱ], -η, -ον, ὁ ἐκ σινάπεως, Διοσκ. 1. 47, Γαλην.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α
παρασκευασμένος από σπόρους σιναπιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίναπι «είδος φυτού» + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος, ξύλι-ινος)].

German (Pape)

von Senf, Sp.