τό, = μαζονόμος, Apollon.Lex. s.v. οὐλοχύτας.
μαζοβόλιον: τό, = μαζονόμος, Ἀπολλων. Λεξ. ἐν λ. οὐλοχύτας.
τό, = μαζονόμιον, Apoll. Lex. Hom.