ὁ, = κρόκος, Ps.-Dsc.1.26.
κῠνόμορφος: -ον, παρὰ Διοσκ. 1. 25, ὡς συνών. τοῦ κρόκος.
κυνόμορφος, ὁ (Α)το φυτό κρόκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -μορφος (< μορφή)].
von Hundsgestalt, Diosc.