αὐλωνίσκος
English (LSJ)
ὁ, Dim. of αὐλών, Thphr.HP9.7.1.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ pequeño valle Thphr.HP 9.7.1.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλωνίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ αὐλών, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 7, 1.
German (Pape)
ὁ, dim. zu αὐλών, Theophr.
ὁ, Dim. of αὐλών, Thphr.HP9.7.1.
-ου, ὁ pequeño valle Thphr.HP 9.7.1.
αὐλωνίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ αὐλών, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 7, 1.
ὁ, dim. zu αὐλών, Theophr.