καταφύγιον
English (LSJ)
[ῠ], τό, Dim. of καταφυγή, refuge Democr.180, Sch. Hermog.in Rh.4.172 W.
Greek (Liddell-Scott)
καταφύγιον: τό, ὕποκορ. τοῦ προηγ., Δίων Κ. ἐν Mai’s Coll. Vat. σ. 529, Βυζ., πρβλ. κρησφύγετον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταφύγιον -ου, τό [καταφεύγω] toevluchtsoord.
German (Pape)
τό, dim. zu καταφυγή, Sp.