νευροβάτης

Revision as of 16:58, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, rope-dancer, Rhetor.in Cat.Cod.Astr.8(4).213, Et.Gud.345.52: in Lat. form, Vopisc.Carin.19, Firm.Math.8.17.4.

Greek (Liddell-Scott)

νευροβάτης: -ου, ὁ, σχοινοβάτης· ἴδε Δουκαγγ. παράρτημ., Ἐτυμολ. Γουδ. σ. 345, 52.

Greek Monolingual

νευροβάτης, ὁ (ΑΜ)
αυτός που βαδίζει πάνω στο σχοινί, σχοινοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ιχνο-βάτης, καρκινο-βάτης.

German (Pape)

ὁ, Seiltänzer, Sp.