τροχηλασία

Revision as of 17:01, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ἡ, locomotion, metaph. of the mutability of human life, Hp.Ep.17.

Greek (Liddell-Scott)

τροχηλᾰσία: ἡ, τὸ τροχηλατεῖν, ἡ τῶν τροχῶν περιφορά, ἁρματηλασία, Ἱππ. 1283. 14.

Greek Monolingual

ἡ, Α τροχήλατης
1. η ενέργεια του τροχηλατῶ, οδήγηση άρματος, αρματηλασία
2. μτφ. το ευμετάβλητο της ανθρώπινης ζωής.

German (Pape)

ἡ, das Wagenlenken, Fahren, überh. Bewegung, Hippocr.