μαγειρώδης

Revision as of 17:01, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ες, butcherly, φονικὴ καὶ μ. ψυχή Eun.VSp.480 B.

Greek (Liddell-Scott)

μαγειρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος μαγείρῳ, Εὐνάπ. ἐν Βίοις Σοφιστ. σ. 63.

Greek Monolingual

μαγειρώδης, -ώδες (Α)
μάγειρος
αυτός που μοιάζει με σφαγέα, με μάγειρο («φονικὴν καὶ μαγειρώδη ψυχήν», Ευνάπ.).

German (Pape)

ες, auf Art eines Koches, Sp.