ἐπιρρέπεια
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρέπεια: ἡ, τὸ ἐπιρρέπειν, κλίνειν πρός τι, Ἰωάνν. Χρυσ. τ. 4. σ. 835. 25.
German (Pape)
ἡ, das Hinneigen, der Hang wozu, neben πρόσκλισις, Io. Chrys.
ἐπιρρέπεια: ἡ, τὸ ἐπιρρέπειν, κλίνειν πρός τι, Ἰωάνν. Χρυσ. τ. 4. σ. 835. 25.
ἡ, das Hinneigen, der Hang wozu, neben πρόσκλισις, Io. Chrys.