τό, Dim. of foreg., Hero Spir.1.37, BGU781 ii 12 (i A. D.), Dsc.1.43.
λουτηρίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λουτήρ, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 190.
λουτηρίδιον, τὸ (Α) λουτήρμικρός λουτήρας.
τό, dim. zu λουτήρ, Sp.