ἀδικοπραγία
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
modo de actuar injusto, injusticia ἕνεκεν ἐκείνων τῆς ἀδικοπραγίας ἂν εἴργεσθαι τοὺς ἀνθρώπους Phld.Piet.p.112S.
German (Pape)
[πρᾱ], ἡ, ungerechte Handlungsweise.
-ας, ἡ
modo de actuar injusto, injusticia ἕνεκεν ἐκείνων τῆς ἀδικοπραγίας ἂν εἴργεσθαι τοὺς ἀνθρώπους Phld.Piet.p.112S.
[πρᾱ], ἡ, ungerechte Handlungsweise.