ἀμευσίπορος

Revision as of 17:05, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, path-shifting, τρίοδος Pi.P.11.38.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰμευσῐ-]
donde se cambia de camino τρίοδος Pi.P.11.38.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où les routes s'entrecroisent (litt. s'échangent), carrefour.
Étymologie: *ἀμεύομαι, πόρος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμευσίπορος: с перемежающимися проходами, т. е. перекрещивающийся (τρίοδοι Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμευσίπορος: -ον, ὁ ἔχων ἐναλλάσσοντας πόρους, ἔνθα αἱ ὁδοὶ διασταυροῦνται, τρίοδοι, Πινδ. Π. 11. 58.

English (Slater)

ᾰμευσῐπορος, -ον where ways interchange ἧρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν (ἀμευσιπόρους τριόδους Hermann, met. gr.) (P. 11.38)

Greek Monolingual

ἀμευσίπορος, -ον (Α)
αυτός, στον οποίο διασταυρώνονται οι δρόμοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμευσι- (< ἀμεύομαι) + πόρος.

Greek Monotonic

ἀμευσίπορος: -ον, αυτός που έχει μονοπάτια που διασταυρώνονται μεταξύ τους, σε Πίνδ.

Middle Liddell

with interchanging paths, Pind.

German (Pape)

τρίοδοι, Pind. P. 11.38, wo sich die Wege kreuzen (Eusth. καθ' ἣν ἀμείβεται πορεία).