οὐροδοχεῖον
English (LSJ)
τό, = οὐροδόχη (chamberpot, chamber pot, chamber-pot), Gloss. ; — also οὐροδόχιον, ib.
Greek (Liddell-Scott)
οὐροδοχεῖον: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «κατουροκάνατον», Γλώσσ.
German (Pape)
τό, = οὐροδόχη, Gloss.
τό, = οὐροδόχη (chamberpot, chamber pot, chamber-pot), Gloss. ; — also οὐροδόχιον, ib.
οὐροδοχεῖον: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «κατουροκάνατον», Γλώσσ.
τό, = οὐροδόχη, Gloss.