διατιτραίνω

Revision as of 17:06, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

διατιτράω, διατίτρημι, v. διατετραίνω.

Greek (Liddell-Scott)

διατιτραίνω: διατιτράω, ἴδε ἐν λ. διατετραίνω.

German (Pape)

διατιτράω, Theophr.