γλισχρεύομαι

Revision as of 17:07, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

to be close, stingy, M.Ant.5.5.

Spanish (DGE)

ser pegajoso, de donde fig. ser avaro, mezquino Plu.Prou.1.84, M.Ant.5.5, Eust.279.19.

Greek (Liddell-Scott)

γλισχρεύομαι: ἀποθ., εἶμαι γλίσχρος, φειδωλός, μικρολόγος, Μ. Ἀντων. 5. 5.

Greek Monolingual

γλισχρεύομαι (AM) γλίσχρος
είμαι γλίσχρος, φειδωλός, τσιγγουνεύομαι.

German (Pape)

dep. med., zäh, übertragen, knickerig sein, M.Anton. 5.5; Sp.