νηλιτόποινος
Greek (Liddell-Scott)
νηλιτόποινος: -ον, κατ’ εἰκασίαν τοῦ Ruhnk. ἀντὶ νηλεόποινος ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1362.
Greek Monolingual
νηλιτόποινος, -ον (Α)
νηλεόποινος.
German (Pape)
Conj. für νηλεόποινος.
νηλιτόποινος: -ον, κατ’ εἰκασίαν τοῦ Ruhnk. ἀντὶ νηλεόποινος ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1362.
νηλιτόποινος, -ον (Α)
νηλεόποινος.
Conj. für νηλεόποινος.