ἀνισόπλευρος

Revision as of 17:08, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, scalene, τρίγωνον Ti.Locr.98a, Theo Sm.p.113H.

Spanish (DGE)

-ον
geom. escaleno τρίγωνον Ti.Locr.98a
de lados desiguales παραλληλεπίπεδα Theo Sm.p.113.

Russian (Dvoretsky)

ἀνισόπλευρος: неравнобедренный Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνῐσόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων ἀνίσους πλευράς, Τίμ. Λοκρ. 98Α.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνισόπλευρος, -ον)
νεοελλ.
(για επίπεδα ή στερεά σχήματα) αυτός που έχει άνισες πλευρές
αρχ.
το σκαληνό τρίγωνο.

German (Pape)

von ungleichen Seiten, Tim.Locr. 98a.