νεανισκάριον

Revision as of 17:08, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

τό, Dim. of νεανίσκος, Arr.Epict.2.16.29.

Greek (Liddell-Scott)

νεᾱνισκάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ νεανίσκος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16. 29.

Greek Monolingual

νεανισκάριον, τὸ (ΑΜ) νεανίσκος
(συν. με υποτιμητική σημ.) υποκορ. του νεανίσκος.

German (Pape)

[εᾱ], τό, dim. zu νεανίσκος, Arr. Epict. 2.16.