ἀποδειλίασις

Revision as of 17:08, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

εως, ἡ, cowardice, Plb.3.103.2; ἀ.πρόστινα Plu.Alex. 13.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
cobardía Plb.3.103.2, Plb.35.4.4, πρὸς Ἰνδούς Plu.Alex.13.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
crainte, lâcheté.
Étymologie: ἀποδειλιάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδειλίᾱσις: εως ἡ робость, малодушие Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδειλίᾱσις: -εως, ἡ, τὸ ἀποδειλιᾶν, μεγάλη δειλία, φόβος καὶ τρόμος, Πολύβ. 3. 103, 2· ἀπ. πρός τινα Πλουτ. Ἀλέξ. 13.

Greek Monolingual

ἀποδειλίασις, η (Α)
η μεγάλη δειλία.

Greek Monotonic

ἀποδειλίᾱσις: -εως, ἡ, μεγάλη δειλία, υπερβολικός φόβος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[from ἀποδειλιάω
great cowardice, Plut.

German (Pape)

[ιᾱ], ἡ, Furchtsamkeit, Pol. 3.103 Plut. Al. 13.