συνυπόστατος

Revision as of 17:09, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

συνυπόστᾰτος: -ον, ὁ συνυπάρχων, τρία ἐνυπόστατα, τρία συνυπόστατα ἀλλήλοις συνόντα Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 891Β.

Greek Monolingual

-ον, Α συνυφίστημι
αυτός που συνυπάρχει με κάποιον.

German (Pape)

mit substantiell, K.S.