ἀργυροχάλινος

Revision as of 17:10, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

[ᾰ], ον, with silver-mounted bridle, ζεῦγος Philostr. VS1.25.2.

Spanish (DGE)

-ον
que lleva bridas de plata ζεῦγος Philostr.VS 532, ὄχημα Philostr.VS 587, ἵπποι Philostr.Im.1.28.3, Basil.M.31.212C.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠροχάλῑνος: -ον, ὁ ἔχων ἀργυροῦν ἤ ἀργύρῳ κεκοσμημένον χαλινόν, Φιλόστρ. 532.

Greek Monolingual

ἀργυροχάλινος, -ον (Α)
αυτός που έχει χαλινάρια στολισμένα με άργυρο.

German (Pape)

[ῑ], mit silbernem Zaum, Philostr.